- φιλολαϊκός
- η , ό[ν] , φιλόλαος, ος , ον 1. любящий народ; дружественный по отношению к народу;2. (ο ) друг народа
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φιλολαϊκός — ή, ό, Ν αυτός που εμπνέεται από αγάπη για τον λαό («φιλολαϊκή πολιτική»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + λαϊκός. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
φιλολαϊκός — ή, ό ο εμπνευσμένος από την αγάπη προς το λαό: Φιλολαϊκά κυβερνητικά μέτρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… … Dictionary of Greek
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek